-
1 отделитель
1. (для жидкости, газов и т.п.) о διαχωριστής 2. эл. о διακόπτης της απομόνωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отделитель
-
2 обезжиривание
1. (очистка) о καθαρισμός (από λίπη), η αφαίρεση των λιπαρών ουσιώνη απολίπανση2. (извлечение жира из вещества) η εξαγωγή του λίπους, η απολίπανση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обезжиривание
-
3 слой
слоя, προθτ. в слое к, в слою, πλθ. слой, слоев α.1. στρώμα, διάστρωμα•-й атмосферы τα στρώματα της ατμόσφαιρας•
слой льда στρώμα πάγου•
слой жира στρώμα λίπους•
сланцы расположены -ями οι σχιστόλιθοι κείτονται κατά στρώματα.
|| μτφ. σειρά• ταινία•слой впечатлений σειρά εντυπώσεων.
2. μτφ. κοινωνικό στρώμα•широкие -й населения πλατιά στρώματα του πληθυσμού•
интеллигентные -й общества το κοινωνικό στρώμα των διανοουμένων•
высшие -й общества τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας.